μεγαλόπιασμα

μεγαλόπιασμα
το (чаще π/..) важничанье, чванство, заносчивость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεγαλόπιασμα" в других словарях:

  • μεγαλόπιασμα — το [μεγαλοπιάνομαι] το φέρσιμο εκείνων που μεγαλοπιάνονται …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπιασμα — το, ατος το να μεγαλοπιάνεται κανείς: Μόλις βρήκε μια καλή δουλειά άρχισε τα μεγαλοπιάσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»